- τέττιγα
- τέττῑγα , τέττιξcicalamasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τέττιξ — ο, ΝΜΑ λόγια, σήμερα, ονομασία τού τζιτζικιού αρχ. 1. χρυσό κόσμημα τών μαλλιών, καρφίδα ή περόνη, το οποίο είχε ως κεφαλή τέττιγα από χρυσό και το οποίο φορούσαν αρχικά οι πριν από τον Σόλωνα Αθηναίοι ως ένδειξη ότι ήταν αυτόχθονες και αργότερα… … Dictionary of Greek
TITHONUS — Laomedontis, Troianorum Regis, fil. qui cum ob formae praestantiam ab Aurora adamaretur, ab eadem raptus est, et curru eius in Aethiopiam advectus, ubi et Memnonem ex ea genuit. Vide Servium in illud l. 4. Aen. v. 585. Et iam prima novô spargebat … Hofmann J. Lexicon universale
μαίσων — μαίσων, ωνος, ὁ (Α) 1. ο μάγειρος που είχε γεννηθεί στην Αθήνα («ἐκάλουν δ οἱ παλαιοὶ τὸν μὲν πολιτικὸν μάγειρον Μαίσωνα, τὸν δ ἐκτόπιον Τέττιγα», Αθήν.) 2. (στην κωμωδία) κωμικό προσωπείο μαγείρου ή ναύτη 3. ως κύριο όν. ὁ Μαίσων όνομα ενός… … Dictionary of Greek
τεττιγοφόρας — ου, ὁ, Α αυτός που φορεί χρυσές καρφίδες στην κόμη, οι οποίες παριστάνουν τέττιγα και τις οποίες φορούσαν οι αρχαίοι Αθηναίοι ως σύμβολο ιθαγένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + φόρας (< φέρω), πρβλ. πτερο φόρας] … Dictionary of Greek
τεττιγώδης — ῶδες, Α [τέττιξ, ιγος] αυτός που μοιάζει με τέττιγα … Dictionary of Greek
τεφράς — άδος, ὁ, Α (για ένα είδος τέττιγα) αυτός που έχει το χρώμα τής τέφρας, σταχτής («γένη καὶ τεττίγων οὐκ ὀλίγα ἦν ὁ μὲν γὰρ τεφρὰς ἐκ τῆς χρόας ὀνομάζεται», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. λευκ άς)] … Dictionary of Greek